- πτηνοῖς
- πτηνόςable to flymasc/neut dat plπτηνόςable to flymasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek
συμπαρίπταμαι — Α 1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.) 2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρίπταμαι «πετώ … Dictionary of Greek